Σελίδες

31.3.13

Κόκκινο Τουότα

Την ώρα που γύρισα ήταν ο Μ. A. με περίμενε και ήταν και άλλοι δύο που δε θυμάμαι μέσα στο γραφείο. Τους έλεγα ότι πρέπει να καθαρίσουμε πριν τελειώσει το μίτινγκ αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος. Πήρα μια μοβ σακούλα σκουπιδιών και άρχισα να γεμίζω τις σερπαντίνες και τα υπόλοιπα σκουπίδια μέσα με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσουν και οι άλλοι. Όμως αυτοί πήγαν στη μέσα πλευρά του γραφείου που ήταν μια αυλή με ένα κουρεμένο πλάτανο και παίζαν με τα νερά που είχαν μείνει από τη βροχή. Με το που γύρισα την πλάτη μου ο Μ. μου πέταξε ένα κουβά νερό και έπεσα κάτω. Προσπάθησα να θυμώσω αλλά μου φάνηκε πολύ αστείο για κάποιο λόγο. Μετά ο Γ. και ένας άλλος τον πέταξαν στην καρότσα του αγροτικού που είχε κρατήσει νερά. Στο τέλος κανείς δεν καθάρισε. Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα και μετά από ώρες διαπίστωσα πως αυτή η νύχτα ήταν μια ώρα μικρότερη.

28.3.13

JVC

Η Παναγιώτα η κότα κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει η ώρα. Τράβηξε μια γρήγορη ρουφηξιά από το Τζέιμσον που είχε η ποτίστρα και συνέχισε να γράφει.

Το είχε αγοράσει με τις τελευταίες οικονομίες της, αλλά πάντα πίστευε πως το αλκοόλ είναι επένδυση.

Στο κοτέτσι ακούγονταν Λίστ. Ουγγρική Ραψωδία νούμερο δύο για πιάνο. "Λίγο ακόμα και το κλείνω" υποσχέθηκε στον εαυτό της ενώ ραμφογραφούσε βιαστικά μια τελευταία παράγραφο στον πέντιουμ 3 υπολογιστή της.

Μόλις πριν δύο ώρες είχε επιστρέψει από το σπίτι της και είχε φέρει τρια μικρά καινούργια καδράκια από το ΙΚΕΑ για τον τοίχο. Εκείνη την περίοδο κάπνιζε Φίλιπ Μόρρις. Για κάποιο λόγο πίστευε ότι το τσιγάρο αυτό ταίριαζε με το χειμώνα.

Ο χειμώνας δεν της άρεσε γιατί νύχτωνε νωρίς. Το κοτέτσι ήταν κρύο αφού η θέρμανση δε δούλευε και γι αυτό ήταν ντυμένη κανονικά. Φορούσε μάλιστα ένα μαύρο κασκόλ που γέμιζε πέπουλα κάθε φορά και ήθελε πλύσιμο.

15.3.13

Λάκι μπαμπού

Πάει κάποιος καιρός που το Λάκι μπαμπού μπήκε στη ζωή μου. Δε θυμάμαι τη μέρα ήτανε. Θυμάμαι. Σάββατο. Όταν ήρθε στο σπίτι, του φάνηκε βρώμικο. Πάντα ήταν σνομπ το Λάκι μπαμπού.

Οι μέρες περνάνε και διαπίστωσα ότι τελικά δεν είναι πλαστικό. Απογοητεύτηκα στην αρχή γιατί ένιωσα ευθύνη. Όμως εντάξει. Δε χρειάζεται και πολλή περιποίηση. 

Ένα πρωί θεώρησα καλή ιδέα να μεταφυτέψω το Λάκι μπαμπού σε γλάστρα. Με χώμα.

Πήγα λοιπόν σε ένα φυτώριο και ζήτησα μια γλάστρα. Μου τη δώσανε. Μετά ζήτησα να μου βάλουν χώμα μέσα. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο.

Μετά, γύρισα σπίτι, μπήκα στο ίντερνετ και είδα ότι δεν κάνει να φυτεύεις Λάκι μπαμπού σε χώμα.

12.3.13

Κατρανς


Ο δρόμος που παίρνω κάθε μέρα περνάει από ένα πάρκο. Σήμερα, κάτι περίεργο συνέβη. Άκουσα μουσική να έρχεται από το πάρκο. Μου τράβηξε την περιέργεια γιατί ποτέ δε συμβαίνει τίποτα σε αυτό το πάρκο.


Σταμάτησα, κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πλησίασα προς το πάρκο. Η μουσική γινόταν ολοένα και πιο δυνατή. Αναγνώρισα το τραγούδι.
Έψαξα για κόσμο αλλά δεν ήταν κανείς. Φυσούσε ένας περίεργος αέρας. Συνέχισα να προχωράω. Όλοι οι άνθρωποι έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί.
Οι κούνιες του πάρκου κουνιόταν ρυθμικά με τη μουσική, όμως δε φαινόταν κανείς τριγύρω να τις έχει σπρώξει. Τα φώτα πέριξ του πάρκου αναβόσβηναν επίσης ρυθμικά. Συνέχισα να προχωράω.
Μετά από λίγα βήματα, βρήκα μια κεραμιδί γάτα που χόρευε σα να μην υπάρχει αύριο.

"Κάτι θα ξέρει", σκέφτηκα.

5.3.13

Ζαχαρούχο γάλα

σεμιτεκολο
Στην Πτολεμαΐδα, ένα απόγευμα ο ήλιος δεν έδυσε. Και έτσι έμεινε μέρα. Οι άνθρωποι άρχισαν να ανησυχούν και να ρωτούν ο ένας τον άλλο γιατί δε νυχτώνει πια.

Οι μέρες περνούσαν και ο ήλιος είχε μείνει ακριβώς στο ίδιο σημείο. Δεν ήταν ακριβώς μέρα, ούτε και νύχτα. Ήταν ένα απόκοσμο ηλιοβασίλεμα που δεν τελείωνε. Στους δρόμους έκανε κρύο και οι σακούλες με τα ψώνια σκίζονταν πιο εύκολα. Κουτάκια από ζαχαρούχο γάλα χύνονταν στο δρόμο.

Η τηλεόραση δεν έλεγε τίποτα και μετά από λίγες μέρες όλοι ξεχάστηκαν και συνέχισαν
τις ζωές
τους
κανονικά.