Σελίδες

26.1.13

Στρογγυλή λεκάνη

Έκανε να ανοίξει τη κουρτίνα. Του έμεινε στο χέρι. Την πήρε και σκούπισε τη μπύρα από τα γένια του. Καθώς κοιτούσε έξω, καθάρισε με το μικρό δάχτυλο μια ίνα κρέατος ανάμεσα στον δεξί του κυνόδοντα και τον πλάγιο τομέα. Κατάφερε να τη μαζέψει με το μακρύ νύχι που έτρεφε στο μικρό δάχτυλο του χεριού. Το μικρό δάχτυλο του χεριού λέγεται ωτίτης, αλλά λίγο τον ένοιαζε.Τη μάσησε και την κατάπιε. Είχε ακόμα γέυση. Ευχάριστη έκπληξη.

Άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του έξω. Ο ήλιος ζεματούσε και ο αέρας μύριζε καμμένη άμμο. Ήταν πρωί.

Άδειασε την άμμο από τις μπότες του στο χαλί. Τις φόρεσε. Βγήκε έξω και κοίταξε πίσω του. Ο κόσμος του φαινόταν σα μια μεγάλη, στρογγυλή λεκάνη με σκατά. Και στη μέση το τροχόσπιτο του.

Ανέβηκε στη μηχανή. Η ζέστη από τη σέλα πέρασε από το λιγδιασμένο τζήν του και του έκαψε τον κώλο. Έβαλε μπροστά.

Πλέον ήξερε. Του άρεσε η φθηνή μπύρα και η φθηνή βενζίνη. Εκεί που ζούσε τα είχε και τα δύο. Οι άνθρωποι, δεν το ξέρουν, αλλά πρέπει να διαλέγουν το που θα ζουν και που πεθαίνουν ανάλογα με τη τιμή τη μπύρας και της βενζίνης. 

Τα δύο πιο σημαντικά καύσιμα.