Σελίδες

26.1.13

Στρογγυλή λεκάνη

Έκανε να ανοίξει τη κουρτίνα. Του έμεινε στο χέρι. Την πήρε και σκούπισε τη μπύρα από τα γένια του. Καθώς κοιτούσε έξω, καθάρισε με το μικρό δάχτυλο μια ίνα κρέατος ανάμεσα στον δεξί του κυνόδοντα και τον πλάγιο τομέα. Κατάφερε να τη μαζέψει με το μακρύ νύχι που έτρεφε στο μικρό δάχτυλο του χεριού. Το μικρό δάχτυλο του χεριού λέγεται ωτίτης, αλλά λίγο τον ένοιαζε.Τη μάσησε και την κατάπιε. Είχε ακόμα γέυση. Ευχάριστη έκπληξη.

Άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του έξω. Ο ήλιος ζεματούσε και ο αέρας μύριζε καμμένη άμμο. Ήταν πρωί.

Άδειασε την άμμο από τις μπότες του στο χαλί. Τις φόρεσε. Βγήκε έξω και κοίταξε πίσω του. Ο κόσμος του φαινόταν σα μια μεγάλη, στρογγυλή λεκάνη με σκατά. Και στη μέση το τροχόσπιτο του.

Ανέβηκε στη μηχανή. Η ζέστη από τη σέλα πέρασε από το λιγδιασμένο τζήν του και του έκαψε τον κώλο. Έβαλε μπροστά.

20.1.13

Οι γάτες της γειτονιάς μου

Οι γάτες της γειτονιάς μου κάθονται σε ξεφτισμένες από τον ήλιο κόκκινες σιδερένιες κυκλικές σκάλες. Τους αρέσει να κάθονται σε σκάλες με πολλούς επιθετικούς προσδιορισμούς. Συνήθως είναι αγενείς και καθόλου ομιλητικές. Το μεγαλύτερο δε διάστημα της μέρας κοιμούνται, ενώ μπορεί να τους πάρει ο ύπνος κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.

Είναι ασπρόμαυρες, ενώ περισσότερες από αυτές είναι υπέρβαρες και γενικά αδιαφορούν για τη σιλουέτα τους. Πιστεύω αυτό συμβαίνει γιατί ποτέ δε δυσκολεύονται στο σεξ. Από ό,τι φαίνεται οι γάτες δε διαλέγουν σύντροφο όπως οι άνθρωποι. Ή αυτό ή οι υπέρβαρες γάτες έχουν πολλά λεφτά.

Το περίεργο  με τις γάτες της γειτονιάς μου είναι ότι ο οίστρος τους εξαρτάται από το πόσο νυστάζω ή το πότε πέφτω για ύπνο. Τη στιγμή που θα αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος νιώθουν μια σεξουαλική έκσταση και είναι τότε που αρχίζουν να ερωτοτροπούν σα να μην υπάρχει αύριο. Φωνάζουν και οδύρονται λες και έρχεται το τέλος του κόσμου.  Σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι αρκετές φορές προσποιούνται γιατί τελοσπάντων πόσο καλό σεξ μπορεί να κάνουν για να φωνάζουν έτσι.

Και όλα συμβαίνουν λίγο πριν κοιμηθώ. Όχι πιο πριν, γιατί τότε μπορεί να τις άκουγα, αλλά θα αδιαφορούσα. Ούτε όμως κατά τη διάρκεια του ύπνου μου. Γιατί τότε τελοσπάντων δε θα μπορούσαν να με ξυπνήσουν με τις φωνές. Υποθέτω.
Κάποιοι αγοράσανε το σπίτι του Α. και μου ανέθεσαν να το προσέχω. Το σπίτι είναι το ίδιο με το πραγματικό του μόνο που είναι στο τέλος μιας ανηφόρας και έχει κυρίως γάτες αντί για σκύλους. 

Μια μέρα μετά, ήρθε ένας περίεργος τύπος με ένα σκύλο και είπε ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει το σπίτι. Του εξήγησα ότι το σπίτι πουλήθηκε αλλά δεν έλεγε να φύγει. Μάλιστα ο σκύλος του τα έκανε στον κήπο και κάποιος έπρεπε να τα μαζέψει. 

Μετά έγιναν κάποιες συναντήσεις χωρίς ιδιαίτερο νόημα ενώ όλα τα δωμάτια είχαν ξύλο στους τοίχους αλλά όχι από αυτό το σκούρο καφέ που είναι λίγο πος και ιντελεκττσουέλ αλλά εκείνο το σουηδικό ανοιχτόχρωμο που μοιάζει με σκεπή μπάρμπεκιου σε χωριό το Χειμώνα που δεν ψήνει κανείς και είναι όλα λίγο πιο γκρίζα.
Το όχημα του μέλλοντος είναι φτιαγμένο από κίτρινα μπαλόνια μακρόστενα που σχηματίζουν μια καρέκλα και δύο οριζόντιους μοχλούς στα χέρια. Ίπταται γύρω στα 2 μέτρα πάνω από τη γη. Μπορεί να τρέξει όσο θέλεις ανεξάρτητα από το αν είναι ανηφόρα η κατηφόρα και είναι πολύ κουλ. Μπορεί να σε πάει όπου θες αρκεί να προσέχεις γιατί αν ανέβεις πάνω από τέσσερα μέτρα σε ύψος τα μπαλόνια σκάνε και θα πέσεις στο δρόμο και θα πρέπει να πας με τα πόδια μετά.

12.1.13

Μια κοινωνική προσφορά

Όχι πολύ καιρό πριν, οδηγούσα όπως συνήθως κάνω. Ήμουν μάλιστα στο δρόμο ταχείας κυκλοφορίας και όλοι ξέρετε ότι η οδήγηση εκεί μπορεί να γίνει πολύ βαρετή. Οποιαδήποτε λοιπόν ευκαιρία μπορεί να με κάνει να περάσω το χρόνο μου πιο ευχάριστα είναι ευπρόσδεκτη.

Για παράδειγμα. Διαβάζω όλες τις διαφημιστικές πινακίδες. Που είναι ηλίθιο πράγμα να κάνει κανείς. Ωστόσο το κάνω. Ο,τιδήποτε για να μη βαριέμαι.

Ανάμεσα λοιπόν σε περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς υπήρχε μια πινακίδα που μου τράβηξε την προσοχή. Έγραφε:

"Προσοχή στο δρόμο. Κάποιοι σε περιμένουν να γυρίσεις σπίτι.
Μια προσφορά της τράπεζας _______"

Ή κάτι τέτοιο. Η σκέψη μου ήταν "Τι γλυκό μήνυμα. Ποιος το περίμενε από μια τράπεζα, ε; Όντως πρέπει να προσέχουμε στο δρόμο, όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά για να φτάσουμε ασφαλείς πίσω σε αυτούς που μας αγαπάνε και μας έχουν ανάγκη".

Σε δύο λεπτά είχα σταματήσει να σκέφτομαι την πινακίδα γιατί μια άλλη μου τράβηξε την προσοχή. Διαφήμιζε έναν ντι τζέι που έπαιζε κάπου και για κάποιο λόγο έπρεπε να πάμε να τον δούμε.

Η μέρα πέρασε, όπως συνήθως γίνεται, και κάποιες ώρες μετά γύρισα σπίτι. Άνοιξα την πόρτα. Άναψα το φως. Έκλεισα την πόρτα. Έβγαλα τα παπούτσια. Κοίταξα γύρω. Μετά μου ήρθε η πινακίδα στο μυαλό. Είχα φτάσει πίσω. Ασφαλής. Ωστόσο, κανείς δε με περίμενε.

Εκεί συνειδητοποίησα πως είτε είχα γυρίσει σπίτι είτε όχι εκείνο το βράδυ δε θα έκανε και μεγάλη διαφορά σε κανέναν. Και μετά σκέφτηκα τη φυσική συνέχεια της σκέψης αυτού που έγραψε το μήνυμα στην πινακίδα.

"Προσοχή στο δρόμο. Κάποιοι σε περιμένουν να γυρίσεις σπίτι.
Στην περίπτωση βέβαια που δε σε περιμένει κανείς σπίτι, παρακαλώ αγνόησε το παραπάνω μήνυμα και συγγνώμη που σπαταλήσαμε το χρόνο σου. Μπορείς κάλλιστα να τρακάρεις οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί να βεβαιωθείς ότι δε θα χτυπήσεις πάνω σε κάποιον που έχει άτομα να τον περιμένουν σπίτι. Αν είναι σαν και εσένα, εννοείται ότι μπορείς να χτυπήσεις πάνω του. Χάρη θα του κάνεις. Ή αν προτιμάς, μπορείς  να βρεις άλλους τρόπους να πεθάνεις αφού δε θα έχει καμιά επιρροή πάνω σε κανένα. Τέλοσπάντων, αυτό που θέλαμε να πούμε εξαρχής είναι ότι είτε ζεις είτε όχι δε κάνει καμία διαφορά σε κανένα. Ο μόνος λόγος που επιβιώνεις είναι η εσφαλμένη αντίληψη που έχεις αποκομίσει ότι ο κόσμος περιφέρεται γύρω από σένα. ΜΑΝΤΕΨΕ ΤΙ; Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΕΡΕΤΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΚΑΘΙΚΙ.
Μια προσφορά της τράπεζας _______"

Και μετά σκέφτηκα πόσο μαλάκας μπορεί να είναι αυτός που σκέφτηκε αυτή τη πινακίδα και τι μπορεί να είχε εναντίον μου.

11.1.13

Το προφιτερόλ και το πουλί

Είναι στιγμές που βλέπω τη ζωή σαν ένα προφιτερόλ πίσω από μια βιτρίνα κλειστού ζαχαροπλαστείου. Κάθε φορά που απλώνω το χέρι μου να τη πιάσω χτυπάει στο τζάμι.

Μπορώ σχεδόν να τη μυρίσω και τη βλέπω ξεκάθαρα. Φαίνεται ότι είναι νόστιμη. Σκέφτομαι ότι αν ήμουν μακριά από το ζαχαροπλαστείο δε θα με ένοιαζε και πολύ. Δε θα ήξερα ότι υπάρχει εκεί. Με την υπέροχη, αφράτη κρέμα της και τα φρεσκοψημένα μυρωδάτα "σου".

Όμως είμαι εκεί και τη βλέπω. Πριν που περνούσα, ίσως ήταν πολύ νωρίς και το προφιτερόλ δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Τώρα, ίσως άργησα και το ζαχαροπλαστείο έκλεισε. Τέλεια. Και μόλις με κουτσούλισε μια δεκαοχτούρα.

6.1.13

Πουπέ ντε Σόν




-Τι διάολο είναι αυτός ο θόρυβος;
-Δεν ξέρω. Τι άκουσες;
-Σα να τρίζει. Κάτι μεταλλικό.
-Δεν ακούω. Η μουσική είναι δυνατά.
-Τι είπες;
-Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΑ. ΧΑΜΗΛΩΣΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ!
-Τώρα καλύτερα;
-Κάπως. Ξέρεις. Μερικές φορές. Έχεις αυτή την αίσθηση ότι βαριέσαι να εξηγήσεις κάποια πράγματα. Ότι είναι μάταιο. Δεν θα αλλάξει και τίποτε. Καταλαβαίνεις;
-Όχι.