Σελίδες

6.1.13

Πουπέ ντε Σόν




-Τι διάολο είναι αυτός ο θόρυβος;
-Δεν ξέρω. Τι άκουσες;
-Σα να τρίζει. Κάτι μεταλλικό.
-Δεν ακούω. Η μουσική είναι δυνατά.
-Τι είπες;
-Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΑ. ΧΑΜΗΛΩΣΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ!
-Τώρα καλύτερα;
-Κάπως. Ξέρεις. Μερικές φορές. Έχεις αυτή την αίσθηση ότι βαριέσαι να εξηγήσεις κάποια πράγματα. Ότι είναι μάταιο. Δεν θα αλλάξει και τίποτε. Καταλαβαίνεις;
-Όχι.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε το κλειδί στη μίζα. Το αυτοκίνητο μύριζε άσχημα. Είχε παρκάρει δίπλα από ένα υπόνομο που είχε υπερχειλίσει. Η ταπετσαρία είχε ποτίσει από τη μυρωδιά. Έβαλε μπροστά και έφυγε. Είχε ήδη αργήσει. Μετά από πέντε λεπτά έφτασε. Η πόρτα άνοιξε και αυτή μπήκε μέσα. Φορούσε ένα μανταρινί ζιβάγκο και βαθύ μπλε παντελόνι. Είχε διπλώσει το ρεβέρ δύο φορές και θα έλεγε κάποιος πως ήταν κάπως ψηλό εκείνο το ρεβερ.

-Δεν άργησα;
-Όχι. Γιατί δε με ρωτάς γιατί άργησα εγώ αφού αυτό θέλεις να πεις;
-Τι εννοείς;
-Είναι από αυτές τις ερωτήσεις που κάνεις υπονοώντας ότι έχει κάνει αυτό που ρωτάς ο άλλος;
-Δεν ήθελα να πω αυτό. Αν ήθελα να σε ρωτήσω γιατι άργησες θα το έκανα.
-Τότε γιατί ρωτάς αν άργησες ενώ με περίμενες να έρθω. Πώς γίνεται, σε ένα ραντεβού, να αργήσει αυτός που περιμένει τον άλλο;

Είπε και σταμάτησε. Τους είχε πιάσει το φανάρι.

-"Ιχ".
-Τι;
-Το αυτοκίνητο.
-Το αυτοκίνητο τι;
-Μυρίζει.
-Τι μυρίζει; 
-Μυρίζει, σαν, τουαλέτα. Γιατί;
-Ξέρεις. Μερικές φορές. Δεν αξίζει να εξηγείς κάποια πράγματα. Το αυτοκίνητο μυρίζει ΣΚΑΤΑ. Είτε ξέρεις το λόγο, είτε όχι, δε θα αλλάξει κάτι. Το αυτοκίνητο θα συνεχίσει να μυρίζει ΣΚΑΤΑ. Και η μπλούζα σου θα συνεχίσει να είναι πορτοκαλί. Χωρίς κάποιο λόγο. Ή μάλλον, θα μπορούσε κανείς να πει, ότι το αυτοκίνητο, μυρίζει ΣΚΑΤΑ για τον ίδιο λόγο που η μπλούζα σου είναι πορτοκαλί. Είτε αυτό είναι αλήθεια, είτε όχι, ΔΕ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ.

Συνέχισε να οδηγεί.

-Μανταρινί.

Την κοίταξε.

-Τι μανταρινί;

Ρώτησε.

-Η μπλούζα μου. Είναι μανταρινί.

Κοίταξε την μπλούζα. Δεν απάντησε. Όταν γύρισε σπίτι, ήταν σίγουρος πως άκουγε ένα μεταλλικό τρίξιμο.